-
1 ἀνοίγνυμι
ἀνοίγ-νῡμι Lys.12.10; [full] ἀνοίγω Pi.P.5.88, Hdt.3.37, 117, and [dialect] Att. as IG1.32 ([etym.] συν-), al.: later [full] ἀνοιγνύω Demetr.Eloc. 122, Paus. 8.41.4: [tense] impf.Aἀνἔῳγον Il.16.221
, al., Hdt.1.187, etc.; alsoἀνῷγον Il.14.168
; rarelyἤνοιγον X.HG1.1.2
and 6.21; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ἀναοίγεσκον Il.24.455
; lateἀνεῴγνυον App.BC4.81
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor. , Th.2.2, Hp.Vict.2.56, part. ἀνεῴξας CIG(add.) 4300d ([place name] Antiphellus); alsoἤνοιξα X.HG1.5.13
and in late Prose; [dialect] Ion.ἄνοιξα Hdt.1.68
(best codd. ἀνῷξα), 4.143, 9.118; poet.ἀνῷξα Theoc.14.15
,κἀνῷξε Phld.Acad.Ind.p.103
M.: [tense] pf.ἀνέῳχα D. 42.30
, Men.229;ἀνέῳγα Aristaenet.2.22
(v. infr.): [tense] plpf.ἀνεῴγει Pherecr.86
(Pors.):—[voice] Pass., [full] ἀνοίγνῠμαι E. Ion 923, Ar.Eq. 1326: late [tense] fut.ἀνοιχθήσομαι LXX Is.60.11
, Epict.Ench.33.13 (v.l.);ἀνοιγήσομαι LXXNe.7.3
, PMag.Par.1.358;ἀνεῴξομαι X.HG5.1.14
: [tense] pf.ἀνέῳγμαι E.Hipp.56
, Th.2.4, etc.;ἀνῷγμαι Theoc.14.47
; later ἤνοιγμαι ([etym.] δι- ) best reading in Hp.Epid.7.80, cf. J.Ap.2.9; [tense] plpf.ἀνέῳκτο X.HG5.1.14
([tense] pf. 2 ἀνέῳγα is used in pass. sense in Hp.Morb.4.39, Cord.7, and later Prose, as Plu.2.693d, Ev.Jo.1.51, 2 Ep.Cor.6.11, Luc.Nav. 4 (though he condemns it Sol.8); but in [dialect] Att., only Din.Fr.81): [tense] aor. , subj.ἀνοιχθῆ D.44.37
, opt.ἀνοιχθείην Pl. Phd. 59d
, part.ἀνοιχθείς Th.4.130
, Pl.Smp. 216d; laterἠνοίχθην Paus.2.35.7
, LXXPs.105(106).17; and [tense] aor. 2ἠνοίγην Ev.Marc.7.35
, Luc.Am.14, etc.—In late Gr., very irreg. forms occur, ;ἠνέωχα PMag.Par.1.2261
;ἠνέῳγμαι Apoc.10.8
, Hld.9.9; ; also [tense] aor. 1 inf.ἀνωίξαι Q.S.12.331
;ἀνωίχθην Nonn.D.7.317
:—open, of doors, etc., ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα they tried to put back the bolt so as to open [the door], Il.24.455, cf. 14.168;πύλας ἀνοῖξαι A.Ag. 604
; ; also withoutθύραν, ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις Pl.Prt. 310b
, cf. 314d; χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγε took off the cover and opened it, Il.16.221; ; so ἀ. σορόν, θήκας, Hdt.1.68, 187;κιβωτόν Lys. 12.10
; ἀ. σήμαντρα, σημεῖα, διαθήκην, open seals, etc., X.Lac.6.4, D. 42.30, Plu.Caes.68; and metaph.,καθαρὰν ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν E. Med. 660
; ἀ. βίβλινον (sc. οἶνον) tap it, Theoc.14.15; γῆρυν ἀνοίξας, for στόμα, Tryph.477; ἀ. φιλήματα kiss with open mouths, Ach.Tat.2.37.b throw open for use, ; κἀνῷξε σχολὰς opened school, Phld.Acad.Ind.p.103M.; εἰ ἀνοίξω ἐργαστήριον; shall I open a shop? Astramps.Orac.43p.5H.2 metaph., lay open, unfold, disclose, ;ἔργ' ἀναιδῆ S.OC 515
, cf. E.IA 326;λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.674
.3 as nautical term, abs., get into the open sea, get clear of land, X.HG1.1.2, 5.13, 6.21; butἁλὸς κέλευθον ἀ. Pi.P.5.88
is to open or first show the way over the sea.II [voice] Pass., to be open, stand open, lie open,ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης Hdt.1.9
; ;ἀνεῳγμένας πύλας Ἅιδου E.Hipp.56
;δικαστήρια ἀνοίγεται Pl. R. 405a
;παρέξει τἀμπόρι' ἀνεῳγμένα Ar.Av. 1523
;ἀνέῳκται τὸ δεσμωτήριον D.24.208
; cut open,Arist.
HA 497b17; κόλποι δι' ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι opening one into another, Plu.Crass. 4: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοίγνυμι
-
2 ἰᾱτρεῖον
ἰᾱτρεῖον, τό, Wohnung des Arztes, wo er seine Kunst ausübt; ἐπὶ τοῦ ἰατρείου ἐκάϑητο Aesch. 1, 40; δικαστήριά τε καὶ ἰατρεῖα πολλὰ ἀνοίγεται Plat. Rep. III, 405 a, vgl. Legg. I, 646 c; Luc. Iearom. 24; – τὰ ἰατρεῖα, der Lohn des Arztes, Poll. 6, 186, LXX., vgl. Bahr. 94, 7.
См. также в других словарях:
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek